
της Δέσποινας Καγκαρά (Δεκάρα Τσακιστή)
Τίτλος ταινίας: ‘’Goodbye, Dragon Inn’’ (Bú sàn)
Χώρα: Ταϊβάν
Έτος: 2003
Σκηνοθέτης: Tsai Ming-liang
Ηθοποιοί: Lee Kang-sheng, Chen Shiang-chyi, Mitamura Kiyonobu, Jun Shih κ.α.
Ένα βροχερό βράδυ στην Ταϊβάν.
Ένας παλιός κινηματογράφος πραγματοποιεί την τελευταία του προβολή, λίγο πριν το οριστικό του κλείσιμο.
Η ταινία που παίζεται έχει τίτλο ‘’Dragon Inn’’ (όπως φαίνεται, από αυτήν αντλεί το όνομα του και το ‘’Goodbye, Dragon Inn’’).
Απόψε, όμως, η προβολή είναι ίσως το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους, ελάχιστους, παρευρισκόμενους. Η ροή των πραγμάτων αναστρέφεται. Όσο η ταινία παίζει, οι περισσότεροι θεατές βρίσκονται, κατά βάσιν, έξω από την κινηματογραφική αίθουσα και περιφέρονται στο υπόλοιπο κτίριο. Μπαινοβγαίνουν σε τουαλέτες, σε απόκρυφα μέρη, σε αποθήκες, παλιές σκάλες, και ξανά από την αρχή. Σαν φαντάσματα, κινούνται χωρίς να ξέρουν τί ακριβώς κάνουν, ‘’σκοτώνοντας’’ την ώρα τους και περιμένοντας, ουσιαστικά, το ‘’τέλος’’, που θα σημάνει με τη λήξη του έργου που παίζεται στο εσωτερικό. Κάποιοι, μάλιστα, εμφανίζονται μόνο μία φορά, χωρίς να τους ξαναβλέπουμε ποτέ.
Δε γνωρίζουμε αν όλοι όσοι βρίσκονται εκεί ξέρουν ότι ο κινηματογράφος κλείνει. Κάποιοι μπορεί να μην καταλαβαίνουν τί γίνεται, άλλοι να είναι απλώς αδιάφοροι, όμως, αρκετοί φαίνονται θλιμμένοι. Μια νοσταλγικότητα πλανάται στον αέρα, η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, αποδίδεται τραγελαφικά.
Εκτός από το κοινό, βασικές φιγούρες είναι και οι δύο, μοναδικοί, εργαζόμενοι του κινηματογράφου, η γυναίκα στην ‘’υποδοχή’’ και ο άντρας που δουλεύει στο δωμάτιο προβολής. Ιδιαίτερα η πρώτη μοιάζει η πιο συντετριμμένη απ’ όλους. Την παρακολουθούμε να κάνει σκεπτική τις τελευταίες της δουλειές, με ένα κενό βλέμμα χαραγμένο στο πρόσωπό της. Ο συνάδελφός της, από την άλλη, δεν παρουσιάζεται παρά μόνο προς το τέλος της ταινίας (τόσο αυτής που βλέπουμε εμείς όσο και αυτής που βλέπουν οι θεατές του κινηματογράφου), για να ‘’μαζέψει’’ το φιλμ και να κάνει κι αυτός τις τελευταίες του υποχρεώσεις.

Αν και οι δυο τους αποτελούν τον πυρήνα λειτουργίας του κινηματογράφου, δε μιλούν μεταξύ τους. Δε μοιράζονται τις σκέψεις τους, ούτε καν συναντιούνται. Μόνο η γυναίκα, κάποια στιγμή, κάνει μια προσπάθεια να επικοινωνήσει, σιωπηλά, με τον άντρα, ο οποίος, όμως, κρατά μία μεγαλύτερη απόσταση. Φαίνεται πως εκείνος έχει επιλέξει να βιώσει εντελώς μόνος το ‘’τέλος’’.
Το ‘’Goodbye, Dragon Inn’’, λοιπόν, είναι μία ταινία-ωδή σε αυτό που χάνεται. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι και τραγική. Το κωμικό στοιχείο είναι χαρακτηριστικό, γεγονός που δίνει στην ταινία έναν πιο ανάλαφρο τόνο. Αν και το χιουμοριστικό ύφος θα μπορούσε να αποτελεί έναν τρόπο άμυνας, απέναντι στην ανησυχία που εκφράζεται για το μέλλον των κινηματογράφων στη σύγχρονη εποχή -ο προβληματισμός του σκηνοθέτη είναι εμφανής-, ωστόσο, δε μπορούμε να αρνηθούμε και μία πιο αισιόδοξη ανάγνωσηׄ το κλείσιμο ενός κινηματογράφου δεν ακυρώνει την ύπαρξη των υπόλοιπων, ούτε φυσικά αναιρεί το ενδεχόμενο λειτουργίας ενός νέου, ή ακόμη και επαναλειτουργίας του ίδιου.
Στα πιο ‘’πρακτικά’’ τώρα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι η απουσία, σε μεγάλο βαθμό, λόγου/διαλόγου. Πράγματι, οι φορές που οι ηθοποιοί μιλούν είναι ελάχιστες και ξεκινούν μετά τα πρώτα σαράντα λεπτά. Κι αυτό γιατί, το ‘’Goodbye, Dragon Inn’’ αφιερώνεται στην ‘’εικόνα’’ αυτή καθαυτή, επιθυμώντας να κερδίσει τον θεατή με τα απόκοσμα πλάνα του από τους χώρους του κινηματογράφου, καθώς και με τις αργόσυρτες, σχεδόν στατικές, σκηνές δράσης. Οι εικόνες με το υποφωτισμένο, και σχεδόν άδειο, κτίριο αλλά και με τους ανθρώπους που απλώς υπάρχουν, χωρίς να κάνουν κάτι πολύ συγκεκριμένο, δημιουργούν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, κατορθώνοντας να αποδώσουν, με τον καλύτερο τρόπο, την αίσθηση ενός κύκλου που κλείνει. Το τί θα ακολουθήσει μετά, αυτό παραμένει άγνωστο. Γι’ αυτό και αφήνεται στα χέρια της φαντασίας του θεατή…