
του Δημητρίου Ασπρολούπου
Ο Ευθύμης Φιλίππου είναι μια σπάνια περίπτωση Έλληνα σεναριογράφου. Σε μια χώρα και ένα κινηματογραφικό γίγνεσθαι όπου οι σεναριογράφοι που δεν κάθονται και στην καρέκλα του σκηνοθέτη είναι ελάχιστοι, ο Ευθύμης Φιλίππου κατάφερε να συνδέσει το όνομα του με το πρωτότυπο σενάριο αυτόνομα και σχεδόν διεθνώς.
Έχοντας ξεκινήσει ως δημοσιογράφος είχε την τύχη να συνεργαστεί και να συνυπογράψει με το Γιώργο Λάνθιμο το σενάριο του Κυνόδοντα. Ένα σενάριο που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό αφού συνδέθηκε με μια από τις πιο επιτυχημένες σύγχρονες ελληνικές ταινίες μετά το 2000.
Η συνεργασία αυτή με το Λάνθιμο δεν θα μπορούσε φυσικά να σταματήσει εκεί και συνεχίστηκε και σε τρεις ακόμα ταινίες, τις Άλπεις, τον Αστακό και το Θάνατο του Ιερού Ελαφιού. Ταινίες που γνώρισαν παγκόσμια αναγνώριση, απέσπασαν σημαντικά βραβεία και έκαναν τον Φιλίππου συνυπεύθυνο στην επιτυχία του Λάνθιμου και πρώτο όνομα στο σενάριο στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ συνεργάστηκε και με άλλους σκηνοθέτες σε αναλόγου ύφους ταινίες όπως ο Μπάμπης Μακρίδης και η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη αφήνοντας κι εκεί το χαρακτηριστικό στίγμα της γραφής του και θέτοντας μια κωμικοτραγική βάση στο greek weird wave.
Τι έχουν όμως όλα αυτά τα σενάρια; Γιατί τα προσέξαμε και γιατί τα θυμόμαστε;
Ο Edgar Allan Poe είχε πει ότι τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου είναι στην καλύτερη σκοτεινά και ασαφή, Ποιός μπορεί να πει που το ένα τελειώνει και που το άλλο ξεκινά;
Ο Ευθύμης Φιλίππου καταφέρνει με τα σενάρια του ακριβώς αυτό. Τοποθετεί τους ήρωες του σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, συνήθως με μια καταθλιπτική βάση και τους περνάει από διάφορες δοκιμασίες μέσα από τις οποίες εκείνοι πρέπει να ξεπεράσουν το θάνατο που έχουν μέσα τους και προσπαθήσουν (τουλάχιστον) να επιστρέψουν στη ζωή.

Στον Κυνόδοντα, τα παιδιά που μένουν στο κατά πως φαίνεται ακριβό σπίτι, καθ’ όλα προστατευμένο από εξωτερικές παρεμβολές, βιώνουν μια κατάσταση λίμπο. Όλα είναι ίδια, επαναλαμβανόμενα, αφελώς στημένα σε ένα φαντασιακό σύμπαν μιας ατέρμονης παιδικής κατάστασης όπως την ονειρεύονται οι γονείς τους. Στις Άλπεις οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να ξεπεράσουν το θάνατο των αγαπημένων τους προσώπων, όχι προχωρώντας παρακάτω, αλλά επαναλαμβάνοντας μέσω proxy την ζωή όπως ήταν πριν χάσουν τους αγαπημένους τους. Μένουν στατικοί, γοητευμένοι από την απώλεια τους, αδύναμοι να την αφήσουν πίσω τους και θέτουν οι ίδιοι τον εαυτό τους στη σαδομαζοχιστική διαδικασία της αναδημιουργίας μιας συνθήκης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί. Στο πιο πρόσφατο μεγάλου μήκους σενάριο του Φιλίππου, στον Οίκτο του Μπάμπη Μακρίδη, ο πρωταγωνιστής δεσμεύεται από τη ψεύτικη αγάπη και φροντίδα που του προσφέρουν οι γύρω του λόγω του κώματος στο οποίο βρίσκεται η γυναίκα του και προσπαθεί “πάση θυσία” να συντηρήσει αυτή την συνθήκη.
Μέσα σε όλες αυτές τις καταστάσεις εισέρχεται το χιούμορ. Ένα χιούμορ άβολο και απρόβλεπτο, συμπαγές και εκρηκτικό, μέσα από σκηνές ξεσπάσματος και αδέξιων προσπαθειών συντήρησης της θλίψης. Το ευφυέστατο αυτό χιούμορ εκτός του ότι μας ανακουφίζει από τη άβολη συνθήκη, μας κάνει να χαμογελάμε λίγο έστω και εσωτερικά με ένα μικρό μειδίαμα με το δικό μας θάνατο. Το δικό μας φόβο ότι μένουμε σταθεροί στη ζωή μας, ότι είμαστε ερωτευμένοι με τον πόνο μας. Κι έτσι γίνεται λυτρωτικό αφού καταλαβαίνουμε πόσο εμφανές και πόσο γελοίο είναι, και βγαίνοντας από την αίθουσα μπορούμε να γελάσουμε πλέον με τον εαυτό μας.
Θα μπορούσε ποτέ ένα σενάριο ή μια ταινία να μας δώσει την απάντηση σε ένα από τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα της φιλοσοφίας;
Εδώ είναι που ο Φιλίππου παρά την τόλμη του να ασχοληθεί ένα τέτοιο θέμα απαντά με ερώτηση. Στο τέλος του Κυνόδοντα δεν ξέρουμε αν η Αγγελική Παπούλια θα καταφέρει ποτέ να βγει από το πορτ μπαγκάζ. Στο τέλος του Αστακού δεν ξέρουμε αν αξίζει να βγάλεις το μάτι σου για αυτόν που αγαπάς. Ακόμα και στο Chevalier την πιο κωμική ταινία του, δεν είμαστε σίγουροι για το αν οι πρωταγωνιστές κατάφεραν να απεγκλωβιστούν από τον εγωισμό τους και να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Ο Φιλίππου ζητά από εμάς τους θεατές να επιλέξουμε τι πιστεύουμε ότι θα ακολουθήσει μετά το τελευταίο πλάνο. Διαλέγουμε την ελπίδα ή την απαισιοδοξία;
Τα φινάλε του είναι επιδεικτικά ασαφή, κλείνοντας έτσι το μάτι στους θεατές για άλλη μια φορά, θυμίζοντας τους ότι δεν αρκεί να γελάσουν με το θάνατο, πρέπει να πιστέψουν ότι τον ξεγέλασαν.
